Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "sultry" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πολιτισμός" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Sultry

[Αποπνικτικόσ]
/səltri/

adjective

1. Sexually exciting or gratifying

  • "Sensual excesses"
  • "A sultry look"
  • "A sultry dance"
    synonym:
  • sensual
  • ,
  • sultry

1. Σεξουαλικά συναρπαστικό ή ικανοποιητικό

  • "Αισθησιακές υπερβολές"
  • "Μια αποτρόπαια εμφάνιση"
  • "Ένας αποπνικτικός χορός"
    συνώνυμο:
  • αισθησιακός
  • ,
  • αποπνικτικόσ

2. Characterized by oppressive heat and humidity

  • "The summer was sultry and oppressive"
  • "The stifling atmosphere"
  • "The sulfurous atmosphere preceding a thunderstorm"
    synonym:
  • sultry
  • ,
  • stifling
  • ,
  • sulfurous
  • ,
  • sulphurous

2. Χαρακτηρίζεται από καταπιεστική ζέστη και υγρασία

  • "Το καλοκαίρι ήταν αποπνικτικό και καταπιεστικό"
  • "Η αποτυχημένη ατμόσφαιρα"
  • "Η θειώδης ατμόσφαιρα που προηγείται μιας καταιγίδας"
    συνώνυμο:
  • αποπνικτικόσ
  • ,
  • αποτυγχάνω
  • ,
  • θειώδησ