Translation meaning & definition of the word "sultan" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σουλτάνος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Sultan
[Σουλτάνος]/səltən/
noun
1. The ruler of a muslim country (especially of the former ottoman empire)
- synonym:
- sultan ,
- grand Turk
1. Ο ηγεμόνας μιας μουσουλμανικής χώρας (ειδικά της πρώην οθωμανικής αυτοκρατορίας)
- συνώνυμο:
- σουλτάνος ,
- μεγάλος Τούρκος
Examples of using
If I were a sultan, I'd have three wives!
Αν ήμουν σουλτάνος, θα είχα τρεις γυναίκες!