Translation meaning & definition of the word "sulphur" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "θείο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Sulphur
[Θείο]/səlfər/
noun
1. An abundant tasteless odorless multivalent nonmetallic element
- Best known in yellow crystals
- Occurs in many sulphide and sulphate minerals and even in native form (especially in volcanic regions)
- synonym:
- sulfur ,
- S ,
- sulphur ,
- atomic number 16
1. Ένα άφθονο άγευστο άοσμο πολυδύναμο μη μεταλλικό στοιχείο
- Πιο γνωστό σε κίτρινους κρυστάλλους
- Εμφανίζεται σε πολλά θειούχα και θειικά ορυκτά και ακόμη και σε φυσική μορφή (ειδικά στις ηφαιστειακές περιοχές)
- συνώνυμο:
- θείο ,
- Σ ,
- ατομικός αριθμός 16
verb
1. Treat with sulphur in order to preserve
- "These dried fruits are sulphured"
- synonym:
- sulphur ,
- sulfur
1. Αντιμετωπίστε με θείο για να διατηρήσετε
- "Αυτά τα αποξηραμένα φρούτα είναι θειωμένα"
- συνώνυμο:
- θείο