Translation meaning & definition of the word "sully" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "σούλα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Sully
[Σουλτσαρισμένοσ]/səli/
noun
1. United states painter (born in england) of portraits and historical scenes (1783-1872)
- synonym:
- Sully ,
- Thomas Sully
1. Ηνωμένες πολιτείες ζωγράφος (γεννήθηκε στην αγγλία) από πορτρέτα και ιστορικές σκηνές (1783-1872)
- συνώνυμο:
- Σουλτσαρισμένοσ ,
- Τόμας Σάλι
2. French statesman (1560-1641)
- synonym:
- Sully ,
- Duc de Sully ,
- Maxmilien de Bethune
2. Γάλλος πολιτικός (1560-1641)
- συνώνυμο:
- Σουλτσαρισμένοσ ,
- Ντουκ ντε Σάλι ,
- Μαξριέλ ντε Μπέθιουν
verb
1. Place under suspicion or cast doubt upon
- "Sully someone's reputation"
- synonym:
- defile ,
- sully ,
- corrupt ,
- taint ,
- cloud
1. Τοποθετήστε υπό καχυποψία ή αμφιβάλλετε
- "Απαλά η φήμη κάποιου"
- συνώνυμο:
- μολύνω ,
- απολυμαντικόσ ,
- διαφθαρμένοσ ,
- αλλοιώνω ,
- σύννεφο
2. Make dirty or spotty, as by exposure to air
- Also used metaphorically
- "The silver was tarnished by the long exposure to the air"
- "Her reputation was sullied after the affair with a married man"
- synonym:
- tarnish ,
- stain ,
- maculate ,
- sully ,
- defile
2. Κάντε βρώμικο ή πεντακάθαρο, όπως με την έκθεση στον αέρα
- Χρησιμοποιείται και μεταφορικά
- "Το ασήμι αμαυρώθηκε από τη μακρά έκθεση στον αέρα"
- "Η φήμη της αμαυρώθηκε μετά τη σχέση με έναν παντρεμένο άνδρα"
- συνώνυμο:
- ταρνίζ ,
- λεπτός ,
- ωριμάζω ,
- απολυμαντικόσ ,
- μολύνω
3. Charge falsely or with malicious intent
- Attack the good name and reputation of someone
- "The journalists have defamed me!" "the article in the paper sullied my reputation"
- synonym:
- defame ,
- slander ,
- smirch ,
- asperse ,
- denigrate ,
- calumniate ,
- smear ,
- sully ,
- besmirch
3. Χρεώστε ψευδώς ή με κακόβουλη πρόθεση
- Επιτεθείτε στο καλό όνομα και τη φήμη κάποιου
- "Οι δημοσιογράφοι με αψήφησαν!" "το άρθρο στην εφημερίδα κατέστρεψε τη φήμη μου"
- συνώνυμο:
- αψηφώ ,
- συκοφαντία ,
- ανακατώνω ,
- ασπείρω ,
- δυσφημώ ,
- συκοφαντώ ,
- επίχρισμα ,
- απολυμαντικόσ ,
- βελονιάζω