Translation meaning & definition of the word "sulfuric" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "θειικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Sulfuric
[Θειικόσ]/səlfjʊrɪk/
adjective
1. Of or relating to or containing sulfur
- "Sulphuric esters"
- synonym:
- sulphuric ,
- sulfuric
1. Από ή σχετίζονται με ή περιέχουν θείο
- "Θειικοί εστέρες"
- συνώνυμο:
- θειούχοσ ,
- θειικόσ