Translation meaning & definition of the word "suite" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σουίτα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Suite
[Σουίτα]/swit/
noun
1. A musical composition of several movements only loosely connected
- synonym:
- suite
1. Μια μουσική σύνθεση πολλών κινήσεων μόνο χαλαρά συνδεδεμένη
- συνώνυμο:
- σουίτα
2. Apartment consisting of a series of connected rooms used as a living unit (as in a hotel)
- synonym:
- suite ,
- rooms
2. Διαμέρισμα που αποτελείται από μια σειρά συνδεδεμένων δωματίων που χρησιμοποιούνται ως σαλόνι (ας σε ξενοδοχείο)
- συνώνυμο:
- σουίτα ,
- δωμάτια
3. The group following and attending to some important person
- synonym:
- cortege ,
- retinue ,
- suite ,
- entourage
3. Η ομάδα που ακολουθεί και παρακολουθεί κάποιο σημαντικό πρόσωπο
- συνώνυμο:
- φλοιού ,
- επαναλαμβάνω ,
- σουίτα ,
- περιβάλλω
4. A matching set of furniture
- synonym:
- suite
4. Ένα ταιριαστό σύνολο επίπλων
- συνώνυμο:
- σουίτα