Translation meaning & definition of the word "suit" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κοστούμι" στην ελληνική γλώσσα
Suit
[Κοστούμι]noun
1. A set of garments (usually including a jacket and trousers or skirt) for outerwear all of the same fabric and color
- "They buried him in his best suit"
- synonym:
- suit ,
- suit of clothes
1. Ένα σύνολο ενδυμάτων (συνήθως συμπεριλαμβανομένου ενός σακάκι και παντελονιού ή φούστα) για εξωτερικά ρούχα όλα το ίδιο ύφασμα και χρώμα
- "Τον έθαψαν στο καλύτερο κοστούμι του"
- συνώνυμο:
- κοστούμι ,
- κοστούμι των ρούχων
2. A comprehensive term for any proceeding in a court of law whereby an individual seeks a legal remedy
- "The family brought suit against the landlord"
- synonym:
- lawsuit ,
- suit ,
- case ,
- cause ,
- causa
2. Περιεκτική θητεία για οποιαδήποτε διαδικασία σε δικαστήριο με την οποία ένα άτομο επιδιώκει νομική προσφυγή
- "Η οικογένεια έφερε το παράδειγμά της εναντίον του ιδιοκτήτη"
- συνώνυμο:
- αγωγή ,
- κοστούμι ,
- περίπτωση ,
- αιτία
3. (slang) a businessman dressed in a business suit
- "All the suits care about is the bottom line"
- synonym:
- suit
3. (σλάνγκ) ένας επιχειρηματίας ντυμένος με επαγγελματικό κοστούμι
- "Όλα τα κοστούμια ενδιαφέρονται για είναι η κατώτατη γραμμή"
- συνώνυμο:
- κοστούμι
4. A man's courting of a woman
- Seeking the affections of a woman (usually with the hope of marriage)
- "Its was a brief and intense courtship"
- synonym:
- courtship ,
- wooing ,
- courting ,
- suit
4. Το φλερτ ενός άνδρα μιας γυναίκας
- Αναζητώντας τις αγάπες μιας γυναίκας (συνήθως με την ελπίδα του γάμου)
- "Ήταν μια σύντομη και έντονη ερωτοτροπία"
- συνώνυμο:
- ερωτοτροπία ,
- παρακαλώ ,
- φλερτ ,
- κοστούμι
5. A petition or appeal made to a person of superior status or rank
- synonym:
- suit
5. Αίτηση ή προσφυγή που υποβάλλεται σε πρόσωπο ανώτερου καθεστώτος ή βαθμού
- συνώνυμο:
- κοστούμι
6. Playing card in any of four sets of 13 cards in a pack
- Each set has its own symbol and color
- "A flush is five cards in the same suit"
- "In bridge you must follow suit"
- "What suit is trumps?"
- synonym:
- suit
6. Παίζοντας κάρτα σε οποιοδήποτε από τα τέσσερα σύνολα των 13 καρτών σε ένα πακέτο
- Κάθε σετ έχει το δικό του σύμβολο και χρώμα
- "Ένα ξέπλυμα είναι πέντε κάρτες στο ίδιο κοστούμι"
- "Στη γέφυρα πρέπει να ακολουθήσετε το παράδειγμά σας"
- "Τι κοστούμι είναι τα τούβλα?"
- συνώνυμο:
- κοστούμι
verb
1. Be agreeable or acceptable to
- "This suits my needs"
- synonym:
- suit ,
- accommodate ,
- fit
1. Να είστε ευχάριστοι ή αποδεκτοί
- "Αυτό ταιριάζει στις ανάγκες μου"
- συνώνυμο:
- κοστούμι ,
- φιλοξενία ,
- ταιριάζω
2. Be agreeable or acceptable
- "This time suits me"
- synonym:
- suit
2. Να είστε ευχάριστοι ή αποδεκτοί
- "Αυτή τη φορά μου ταιριάζει"
- συνώνυμο:
- κοστούμι
3. Accord or comport with
- "This kind of behavior does not suit a young woman!"
- synonym:
- befit ,
- suit ,
- beseem
3. Συμφωνία ή συμβιβασμός με
- "Αυτό το είδος συμπεριφοράς δεν ταιριάζει σε μια νεαρή γυναίκα!"
- συνώνυμο:
- παρακινώ ,
- κοστούμι ,
- βεζέμ
4. Enhance the appearance of
- "Mourning becomes electra"
- "This behavior doesn't suit you!"
- synonym:
- become ,
- suit
4. Βελτιώστε την εμφάνιση του
- "Το πρωί γίνεται ηλέκτρα"
- "Αυτή η συμπεριφορά δεν σας ταιριάζει!"
- συνώνυμο:
- γίνομαι ,
- κοστούμι