Translation meaning & definition of the word "suicide" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αυτοκτονία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Suicide
[Αυτοκτονία]/suəsaɪd/
noun
1. The act of killing yourself
- "It is a crime to commit suicide"
- synonym:
- suicide ,
- self-destruction ,
- self-annihilation
1. Η πράξη του να σκοτώνεις τον εαυτό σου
- "Είναι έγκλημα να αυτοκτονήσεις"
- συνώνυμο:
- αυτοκτονία ,
- αυτοκαταστροφή ,
- αυτο-αφαίρεση
2. A person who kills himself intentionally
- synonym:
- suicide ,
- felo-de-se
2. Ένας άνθρωπος που σκοτώνει τον εαυτό του σκόπιμα
- συνώνυμο:
- αυτοκτονία ,
- φελο-ντε-σε
Examples of using
She's trying to commit suicide.
Προσπαθεί να αυτοκτονήσει.
Tom committed suicide because he was bullied at school.
Ο Τομ αυτοκτόνησε επειδή εκφοβίστηκε στο σχολείο.
I want to commit suicide.
Θέλω να αυτοκτονήσω.