Translation meaning & definition of the word "suggestive" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "υποστηρικτική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Suggestive
[Προτεινόμενοσ]/səʤɛstɪv/
adjective
1. Tending to suggest or imply
- "Artifacts suggestive of an ancient society"
- "An implicative statement"
- synonym:
- implicative ,
- suggestive
1. Τείνουν να προτείνουν ή να υπονοούν
- "Τεχνολογικά πράγματα που υποδηλώνουν μια αρχαία κοινωνία"
- "Μια εμπλεκόμενη δήλωση"
- συνώνυμο:
- εμπλεκόμενοσ ,
- υποβλητικόσ
2. (usually followed by `of') pointing out or revealing clearly
- "Actions indicative of fear"
- synonym:
- indicative ,
- indicatory ,
- revelatory ,
- significative ,
- suggestive
2. (συνήθως ακολουθείται από `) που επισημαίνει ή αποκαλύπτει καθαρά
- "Δράσεις ενδεικτικές του φόβου"
- συνώνυμο:
- ενδεικτικός ,
- ενδεικτικόσ ,
- αποκαλυπτικόσ ,
- σημαντικόσ ,
- υποβλητικόσ
3. Tending to suggest something improper or indecent
- "A suggestive nod"
- "Suggestive poses"
- synonym:
- suggestive
3. Τείνουν να προτείνουν κάτι ακατάλληλο ή άσεμνο
- "Ένα υποβλητικό νεύμα"
- "Πόζες υποστήριξης"
- συνώνυμο:
- υποβλητικόσ