Translation meaning & definition of the word "suggestion" into Greek language
Μετάφραση έννοια & ορισμός της λέξης "πρόταση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Suggestion
[Πρόταση]/səʤɛsʧən/
noun
1. An idea that is suggested
- "The picnic was her suggestion"
- synonym:
- suggestion
1. Μια ιδέα που προτείνεται
- "Το πικνίκ ήταν η πρότασή της"
- συνώνυμο:
- πρόταση
2. A proposal offered for acceptance or rejection
- "It was a suggestion we couldn't refuse"
- synonym:
- suggestion ,
- proposition ,
- proffer
2. Μια πρόταση που προσφέρεται για αποδοχή ή απόρριψη
- "Ήταν μια πρόταση που δεν μπορούσαμε να αρνηθούμε"
- συνώνυμο:
- πρόταση ,
- προσφέρων
3. A just detectable amount
- "He speaks french with a trace of an accent"
- synonym:
- trace ,
- hint ,
- suggestion
3. Ένα απλά ανιχνεύσιμο ποσό
- "Μιλάει γαλλικά με ίχνος προφοράς"
- συνώνυμο:
- ίχνος ,
- υπόδειξη ,
- πρόταση
4. Persuasion formulated as a suggestion
- synonym:
- suggestion ,
- prompting
4. Η πειθώ διατυπώθηκε ως πρόταση
- συνώνυμο:
- πρόταση ,
- προτροπή
5. The sequential mental process in which one thought leads to another by association
- synonym:
- suggestion
5. Η διαδοχική νοητική διαδικασία κατά την οποία μια σκέψη οδηγεί σε μια άλλη με συσχέτιση
- συνώνυμο:
- πρόταση
6. The act of inducing hypnosis
- synonym:
- hypnotism ,
- mesmerism ,
- suggestion
6. Η πράξη της πρόκλησης ύπνωσης
- συνώνυμο:
- υπνωτισμός ,
- μεσμερισμόσ ,
- πρόταση
Examples of using
Can I make a suggestion?
Μπορώ να κάνω μια πρόταση;
Finally one useful suggestion!
Επιτέλους μια χρήσιμη πρόταση!
I have a suggestion for you.
Σου έχω μια πρόταση.