Translation meaning & definition of the word "suffrage" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "ψηφοφορία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Suffrage
[Ψηφοφορία]/səfrɪʤ/
noun
1. A legal right guaranteed by the 15th amendment to the us constitution
- Guaranteed to women by the 19th amendment
- "American women got the vote in 1920"
- synonym:
- right to vote ,
- vote ,
- suffrage
1. Ένα νόμιμο δικαίωμα που εγγυάται η 15 η τροποποίηση του συντάγματος των ηπα
- Εγγυάται στις γυναίκες η 19η τροπολογία
- "Οι αμερικανίδες πήραν την ψήφο το 1920"
- συνώνυμο:
- δικαίωμα ψήφου ,
- ψήφιση ,
- ψηφοφορία