Translation meaning & definition of the word "suffocate" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "πνίγω" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Suffocate
[Ασφυκτιούν]/səfəket/
verb
1. Deprive of oxygen and prevent from breathing
- "Othello smothered desdemona with a pillow"
- "The child suffocated herself with a plastic bag that the parents had left on the floor"
- synonym:
- smother ,
- asphyxiate ,
- suffocate
1. Στερήστε το οξυγόνο και αποτρέψτε την αναπνοή
- "Ο οθέλλος έπνιξε τη δεισδαιμόνα με ένα μαξιλάρι"
- "Το παιδί πνίγηκε με μια πλαστική σακούλα που είχαν αφήσει οι γονείς στο πάτωμα"
- συνώνυμο:
- πνίγω ,
- ασφυξία
2. Impair the respiration of or obstruct the air passage of
- "The foul air was slowly suffocating the children"
- synonym:
- suffocate ,
- stifle ,
- asphyxiate ,
- choke
2. Βλάψτε την αναπνοή ή εμποδίστε τη διέλευση του αέρα
- "Ο βρομερός αέρας έπνιγε σιγά σιγά τα παιδιά"
- συνώνυμο:
- πνίγω ,
- ασφυξία
3. Become stultified, suppressed, or stifled
- "He is suffocating--living at home with his aged parents in the small village"
- synonym:
- suffocate ,
- choke
3. Αναστατώνονται, καταστέλλονται ή καταπνίγονται
- "Ασφυκτιά - ζει στο σπίτι με τους ηλικιωμένους γονείς του στο μικρό χωριό"
- συνώνυμο:
- πνίγω
4. Suppress the development, creativity, or imagination of
- "His job suffocated him"
- synonym:
- suffocate ,
- choke
4. Καταστείλετε την ανάπτυξη, τη δημιουργικότητα ή τη φαντασία του
- "Η δουλειά του τον έπνιξε"
- συνώνυμο:
- πνίγω
5. Be asphyxiated
- Die from lack of oxygen
- "The child suffocated under the pillow"
- synonym:
- suffocate ,
- stifle ,
- asphyxiate
5. Ασφυκτιώ
- Πεθάνετε από έλλειψη οξυγόνου
- "Το παιδί πνίγηκε κάτω από το μαξιλάρι"
- συνώνυμο:
- πνίγω ,
- ασφυξία
6. Feel uncomfortable for lack of fresh air
- "The room was hot and stuffy and we were suffocating"
- synonym:
- suffocate
6. Νιώστε άβολα λόγω έλλειψης καθαρού αέρα
- "Το δωμάτιο ήταν ζεστό και αποπνικτικό και πνιγόμασταν"
- συνώνυμο:
- πνίγω
7. Struggle for breath
- Have insufficient oxygen intake
- "He swallowed a fishbone and gagged"
- synonym:
- gag ,
- choke ,
- strangle ,
- suffocate
7. Πάλη για αναπνοή
- Έχετε ανεπαρκή πρόσληψη οξυγόνου
- "Κατάπιε ένα ψαροκόκαλο και φίμωσε"
- συνώνυμο:
- φίμωση ,
- πνίγω ,
- στραγγαλίζω