Translation meaning & definition of the word "suffix" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ύφιξη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Suffix
[Σάφιξ]/səfɪks/
noun
1. An affix that is added at the end of the word
- synonym:
- suffix ,
- postfix
1. Μια επιδιόρθωση που προστίθεται στο τέλος της λέξης
- συνώνυμο:
- επίθημα ,
- μετά την επιδιόρθωση
verb
1. Attach a suffix to
- "Suffix words"
- synonym:
- suffix
1. Επισυνάψτε ένα επίθημα σε
- "Επιλέξτε λέξεις"
- συνώνυμο:
- επίθημα