Translation meaning & definition of the word "suffice" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "προσφορά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Suffice
[Αρκεί]/səfaɪs/
verb
1. Be sufficient
- Be adequate, either in quality or quantity
- "A few words would answer"
- "This car suits my purpose well"
- "Will $100 do?"
- "A 'b' grade doesn't suffice to get me into medical school"
- "Nothing else will serve"
- synonym:
- suffice ,
- do ,
- answer ,
- serve
1. Να είσαι αρκετός
- Να είστε επαρκείς, είτε σε ποιότητα είτε σε ποσότητα
- "Μερικές λέξεις θα απαντούσαν"
- "Το αυτοκίνητο αυτό ταιριάζει στον σκοπό μου καλά"
- "Θα κάνει $100?"
- "Ένας βαθμός δεν αρκεί για να με πάει στην ιατρική σχολή"
- "Τίποτα άλλο δεν θα εξυπηρετήσει"
- συνώνυμο:
- αρκεί ,
- κάνω ,
- απάντηση ,
- σερβίρω
Examples of using
For a language to be international, it does not suffice to say that it is so.
Για να είναι μια γλώσσα διεθνής, δεν αρκεί να πούμε ότι είναι έτσι.
A question to which yes or no will not quiet suffice.
Μια ερώτηση στην οποία ναι ή όχι δεν θα ησυχάσει αρκετά.