Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "suffer" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "προσφορά" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Suffer

[Υποφέρω]
/səfər/

verb

1. Undergo or be subjected to

  • "He suffered the penalty"
  • "Many saints suffered martyrdom"
    synonym:
  • suffer
  • ,
  • endure

1. Υποβάλλονται ή υποβάλλονται σε

  • "Υπέφερε από την ποινή"
  • "Πολλοί άγιοι υπέφεραν από μαρτύριο"
    συνώνυμο:
  • υποφέρω
  • ,
  • υπομένω

2. Undergo (as of injuries and illnesses)

  • "She suffered a fracture in the accident"
  • "He had an insulin shock after eating three candy bars"
  • "She got a bruise on her leg"
  • "He got his arm broken in the scuffle"
    synonym:
  • suffer
  • ,
  • sustain
  • ,
  • have
  • ,
  • get

2. Υποβάλλονται σε (α τραυματισμών και ασθενειών)

  • "Υπέστη κάταγμα στο ατύχημα"
  • "Είχε ένα σοκ ινσουλίνης αφού έφαγε τρεις μπάρες καραμέλας"
  • "Έχει ένα μώλωπας στο πόδι της"
  • "Έχει το χέρι του σπασμένο στο ανακάτεμα"
    συνώνυμο:
  • υποφέρω
  • ,
  • συντηρώ
  • ,
  • έχω
  • ,
  • παίρνω

3. Experience (emotional) pain

  • "Every time her husband gets drunk, she suffers"
    synonym:
  • suffer

3. Εμπειρία (-συναισθηματικός) πόνος

  • "Κάθε φορά που ο σύζυγός της μεθάει, υποφέρει"
    συνώνυμο:
  • υποφέρω

4. Put up with something or somebody unpleasant

  • "I cannot bear his constant criticism"
  • "The new secretary had to endure a lot of unprofessional remarks"
  • "He learned to tolerate the heat"
  • "She stuck out two years in a miserable marriage"
    synonym:
  • digest
  • ,
  • endure
  • ,
  • stick out
  • ,
  • stomach
  • ,
  • bear
  • ,
  • stand
  • ,
  • tolerate
  • ,
  • support
  • ,
  • brook
  • ,
  • abide
  • ,
  • suffer
  • ,
  • put up

4. Βάλτε κάτι ή κάποιον δυσάρεστο

  • "Δεν μπορώ να αντέξω τη συνεχή κριτική του"
  • "Ο νέος γραμματέας έπρεπε να υπομείνει πολλές αντιεπαγγελματικές παρατηρήσεις"
  • "Μαθαίνει να ανέχεται τη ζέστη"
  • "Εγκλωβίστηκε δύο χρόνια σε έναν άθλιο γάμο"
    συνώνυμο:
  • πεπτώ
  • ,
  • υπομένω
  • ,
  • παραμένω
  • ,
  • στομάχι
  • ,
  • αρκούδα
  • ,
  • στέκομαι
  • ,
  • ανέχεται
  • ,
  • υποστήριξη
  • ,
  • μπρουκ
  • ,
  • αποθηκεύω
  • ,
  • υποφέρω
  • ,
  • στρώνω

5. Get worse

  • "His grades suffered"
    synonym:
  • suffer

5. Χειροτερεύω

  • "Οι βαθμοί του υπέφεραν"
    συνώνυμο:
  • υποφέρω

6. Feel pain or be in pain

    synonym:
  • suffer
  • ,
  • hurt

6. Νιώστε πόνο ή πονάτε

    συνώνυμο:
  • υποφέρω
  • ,
  • πληγώνω

7. Feel physical pain

  • "Were you hurting after the accident?"
    synonym:
  • hurt
  • ,
  • ache
  • ,
  • suffer

7. Αισθάνομαι σωματικό πόνο

  • "Πονάς μετά το ατύχημα?"
    συνώνυμο:
  • πληγώνω
  • ,
  • πόνος
  • ,
  • υποφέρω

8. Feel unwell or uncomfortable

  • "She is suffering from the hot weather"
    synonym:
  • suffer

8. Αισθάνεστε αδιαθεσία ή άβολα

  • "Υποφέρει από τον ζεστό καιρό"
    συνώνυμο:
  • υποφέρω

9. Be given to

  • "She suffers from a tendency to talk too much"
    synonym:
  • suffer

9. Δίνομαι σε

  • "Υποφέρει από την τάση να μιλάει πάρα πολύ"
    συνώνυμο:
  • υποφέρω

10. Undergo or suffer

  • "Meet a violent death"
  • "Suffer a terrible fate"
    synonym:
  • suffer
  • ,
  • meet

10. Υποβάλλονται ή υποφέρουν

  • "Να πεθάνεις βίαιος"
  • "Υποφέρετε μια τρομερή μοίρα"
    συνώνυμο:
  • υποφέρω
  • ,
  • συναντώ

11. Be set at a disadvantage

  • "This author really suffers in translation"
    synonym:
  • suffer
  • ,
  • lose

11. Να τεθεί σε μειονεκτική θέση

  • "Αυτός ο συγγραφέας υποφέρει πραγματικά στη μετάφραση"
    συνώνυμο:
  • υποφέρω
  • ,
  • χάνω

Examples of using

Many people suffer from low self-esteem.
Πολλοί άνθρωποι υποφέρουν από χαμηλή αυτοεκτίμηση.
Why do so many people suffer from low self-esteem?
Γιατί τόσοι πολλοί άνθρωποι υποφέρουν από χαμηλή αυτοεκτίμηση?
Do you still suffer from headaches?
Υποφέρετε ακόμα από πονοκεφάλους?