Translation meaning & definition of the word "suddenly" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "ξαφνικά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Suddenly
[Ξαφνικά]/sədənli/
adverb
1. Happening unexpectedly
- "Suddenly she felt a sharp pain in her side"
- synonym:
- suddenly ,
- all of a sudden ,
- of a sudden
1. Συμβαίνει απροσδόκητα
- "Απότομα ένιωσε έναν οξύ πόνο στο πλευρό της"
- συνώνυμο:
- ξαφνικά
2. Quickly and without warning
- "He stopped suddenly"
- synonym:
- abruptly ,
- suddenly ,
- short ,
- dead
2. Γρήγορα και χωρίς προειδοποίηση
- "Σταμάτησε ξαφνικά"
- συνώνυμο:
- απότομα ,
- ξαφνικά ,
- σύντομος ,
- νεκρός
3. On impulse
- Without premeditation
- "He decided to go to chicago on the spur of the moment"
- "He made up his mind suddenly"
- synonym:
- on the spur of the moment ,
- suddenly
3. Στην παρόρμηση
- Χωρίς προϋποθέσεις
- "Αποφάσισε να πάει στο σικάγο στο κέντρο της στιγμής"
- "Αποφάσισε ξαφνικά το μυαλό του"
- συνώνυμο:
- στο προβάδισμα της στιγμής ,
- ξαφνικά
Examples of using
We suddenly sighted a school of fish.
Ξαφνικά είδαμε ένα σχολείο με ψάρια.
Tom's horse reared suddenly and threw him.
Το άλογο του Τομ ανατράφηκε ξαφνικά και τον πέταξε.
Tom suddenly disappeared.
Ο Τομ ξαφνικά εξαφανίστηκε.