Translation meaning & definition of the word "sucre" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βλέπετε" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Sucre
[Σουκρ]/sukər/
noun
1. The basic unit of money in ecuador
- Equal to 100 centavos
- synonym:
- sucre
1. Η βασική μονάδα χρήματος στον ισημερινό
- Ίσο με 100 σεντάβος
- συνώνυμο:
- σακχαρώδησ
2. The judicial capital and seat of the judiciary in bolivia
- synonym:
- Sucre
2. Το δικαστικό κεφάλαιο και η έδρα του δικαστικού σώματος στη βολιβία
- συνώνυμο:
- Σουκρ