Translation meaning & definition of the word "succinct" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διακριτό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Succinct
[Συγκεχυμένοσ]/səksɪŋkt/
adjective
1. Briefly giving the gist of something
- "A short and compendious book"
- "A compact style is brief and pithy"
- "Succinct comparisons"
- "A summary formulation of a wide-ranging subject"
- synonym:
- compendious ,
- compact ,
- succinct ,
- summary
1. Δίνοντας εν συντομία την ουσία του κάτι
- "Ένα σύντομο και περιπετειώδες βιβλίο"
- "Ένα συμπαγές στυλ είναι σύντομο και πενιχρό"
- "Συγκριτικές συγκρίσεις"
- "Συνοπτική διατύπωση ενός ευρέος θέματος"
- συνώνυμο:
- συγκεχυμένοσ ,
- συμπαγής ,
- συνοπτικόσ ,
- περίληψη