Translation meaning & definition of the word "successive" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επιτυχημένη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Successive
[Διαδοχικόσ]/səksɛsɪv/
adjective
1. In regular succession without gaps
- "Serial concerts"
- synonym:
- consecutive ,
- sequent ,
- sequential ,
- serial ,
- successive
1. Σε τακτική διαδοχή χωρίς κενά
- "Σειριακές συναυλίες"
- συνώνυμο:
- διαδοχικόσ ,
- ακολουθία ,
- σειριακός
Examples of using
It is hard to win four successive games.
Είναι δύσκολο να κερδίσεις τέσσερα διαδοχικά παιχνίδια.
He won four successive world championships.
Κέρδισε τέσσερα διαδοχικά παγκόσμια πρωταθλήματα.
It rained five successive days.
Έβρεχε πέντε διαδοχικές ημέρες.