Translation meaning & definition of the word "subversive" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ανατρεπτική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Subversive
[Ανατρεπτικόσ]/səbvərsɪv/
noun
1. A radical supporter of political or social revolution
- synonym:
- revolutionist ,
- revolutionary ,
- subversive ,
- subverter
1. Ένας ριζοσπαστικός υποστηρικτής της πολιτικής ή κοινωνικής επανάστασης
- συνώνυμο:
- επαναστάτησ ,
- επαναστατικός ,
- ανατρεπτικόσ ,
- ανατροπέασ
adjective
1. In opposition to a civil authority or government
- synonym:
- insurgent ,
- seditious ,
- subversive
1. Σε αντίθεση με μια πολιτική αρχή ή κυβέρνηση
- συνώνυμο:
- αντάρτησ ,
- αποπλανητικός ,
- ανατρεπτικόσ