Translation meaning & definition of the word "suburb" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "προάστιο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Suburb
[Προάστιο]/səbərb/
noun
1. A residential district located on the outskirts of a city
- synonym:
- suburb ,
- suburbia ,
- suburban area
1. Μια κατοικημένη περιοχή που βρίσκεται στα περίχωρα μιας πόλης
- συνώνυμο:
- προάστιο ,
- προάστια ,
- προαστιακή περιοχή
Examples of using
He lives in a London suburb.
Ζει σε ένα προάστιο του Λονδίνου.
He lives in a suburb of London.
Ζει σε ένα προάστιο του Λονδίνου.
Helen and Kathy rented an apartment in a suburb of Tokyo.
Η Ελένη και η Κάθι νοίκιασαν ένα διαμέρισμα σε ένα προάστιο του Τόκιο.