Translation meaning & definition of the word "subtract" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αφαίρεση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Subtract
[Αφαιρώ]/səbtrækt/
verb
1. Make a subtraction
- "Subtract this amount from my paycheck"
- synonym:
- subtract ,
- deduct ,
- take off
1. Κάνω μια αφαίρεση
- "Αφαιρέστε αυτό το ποσό από το μισθό μου"
- συνώνυμο:
- αφαιρώ ,
- απογειώνομαι
2. Take off or away
- "This prefix was subtracted when the word was borrowed from french"
- synonym:
- subtract
2. Απογείωση ή μακριά
- "Αυτό το πρόθεμα αφαιρέθηκε όταν η λέξη δανείστηκε από τα γαλλικά"
- συνώνυμο:
- αφαιρώ
Examples of using
Can you subtract six from ten?
Μπορείτε να αφαιρέσετε έξι από δέκα?