Translation meaning & definition of the word "substitution" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "υποκατάσταση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Substitution
[Υποκατάσταση]/səbstɪtuʃən/
noun
1. An event in which one thing is substituted for another
- "The replacement of lost blood by a transfusion of donor blood"
- synonym:
- substitution ,
- permutation ,
- transposition ,
- replacement ,
- switch
1. Ένα γεγονός στο οποίο ένα πράγμα αντικαθίσταται από ένα άλλο
- "Η αντικατάσταση του χαμένου αίματος με μετάγγιση αίματος δότη"
- συνώνυμο:
- υποκατάσταση ,
- μεταλλαγή ,
- μεταφορά ,
- αντικατάσταση ,
- διακόπτης
2. The act of putting one thing or person in the place of another: "he sent smith in for jones but the substitution came too late to help"
- synonym:
- substitution ,
- exchange ,
- commutation
2. Η πράξη του να βάζεις ένα πράγμα ή ένα άτομο στη θέση του άλλου: "έβαλε τον σμιθ στον τζόουνς, αλλά η αντικατάσταση ήρθε πολύ αργά"
- συνώνυμο:
- υποκατάσταση ,
- ανταλλαγή ,
- μετατροπή