Translation meaning & definition of the word "substituting" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "υποκαθιστώντας" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Substituting
[Αντικαθιστώντασ]/səbstɪtutɪŋ/
noun
1. Working as a substitute for someone who is ill or on leave of absence
- synonym:
- subbing ,
- substituting
1. Δουλεύοντας ως υποκατάστατο για κάποιον που είναι άρρωστος ή σε άδεια απουσίας
- συνώνυμο:
- υποβιβάζοντασ ,
- αντικαθιστώντασ