Translation meaning & definition of the word "substantive" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ουσιαστική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Substantive
[Ουσιαστικόσ]/səbstəntɪv/
noun
1. Any word or group of words functioning as a noun
- synonym:
- substantive
1. Οποιαδήποτε λέξη ή ομάδα λέξεων που λειτουργεί ως ουσιαστικό
- συνώνυμο:
- ουσιαστικός
adjective
1. Having a firm basis in reality and being therefore important, meaningful, or considerable
- "Substantial equivalents"
- synonym:
- substantial ,
- substantive
1. Έχοντας μια σταθερή βάση στην πραγματικότητα και επομένως είναι σημαντική, ουσιαστική ή σημαντική
- "Ουσιαστικά ισοδύναμα"
- συνώνυμο:
- σημαντικός ,
- ουσιαστικός
2. Defining rights and duties as opposed to giving the rules by which rights and duties are established
- "Substantive law"
- synonym:
- substantive ,
- essential
2. Καθορισμός δικαιωμάτων και καθηκόντων σε αντίθεση με την παροχή των κανόνων με τους οποίους θεσπίζονται δικαιώματα και καθήκοντα
- "Ουσιαστικός νόμος"
- συνώνυμο:
- ουσιαστικός ,
- απαραίτητοσ
3. Being on topic and prompting thought
- "A meaty discussion"
- synonym:
- meaty ,
- substantive
3. Να είσαι στο θέμα και να προτρέπεις τη σκέψη
- "Μια συζήτηση με κρέας"
- συνώνυμο:
- παγωμένοσ ,
- ουσιαστικός