Translation meaning & definition of the word "subsidiary" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "θετική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Subsidiary
[Επικουρικά]/səbsɪdiɛri/
noun
1. An assistant subject to the authority or control of another
- synonym:
- subordinate ,
- subsidiary ,
- underling ,
- foot soldier
1. Βοηθός που υπόκειται στην αρχή ή στον έλεγχο άλλου
- συνώνυμο:
- υποτάσσω ,
- θυγατρική ,
- υποτιμητική ,
- στρατιώτης ποδιών
2. A company that is completely controlled by another company
- synonym:
- subsidiary company ,
- subsidiary
2. Μια εταιρεία που ελέγχεται πλήρως από άλλη εταιρεία
- συνώνυμο:
- θυγατρική εταιρεία ,
- θυγατρική
adjective
1. Functioning in a supporting capacity
- "The main library and its auxiliary branches"
- synonym:
- auxiliary ,
- subsidiary ,
- supplemental ,
- supplementary
1. Λειτουργία με υποστηρικτική ικανότητα
- "Η κύρια βιβλιοθήκη και τα βοηθητικά της υποκαταστήματα"
- συνώνυμο:
- βοηθητικός ,
- θυγατρική ,
- συμπληρωματικόσ