Translation meaning & definition of the word "subside" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "υποχωρεί" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Subside
[Υποχωρώ]/səbsaɪd/
verb
1. Wear off or die down
- "The pain subsided"
- synonym:
- subside ,
- lessen
1. Φθείρεται ή πεθαίνει
- "Ο πόνος υποχώρησε"
- συνώνυμο:
- υποχωρώ ,
- ελαττώνω
2. Sink to a lower level or form a depression
- "The valleys subside"
- synonym:
- subside
2. Βυθιστείτε σε χαμηλότερο επίπεδο ή σχηματίστε κατάθλιψη
- "Οι κοιλάδες υποχωρούν"
- συνώνυμο:
- υποχωρώ
3. Sink down or precipitate
- "The mud subsides when the waters become calm"
- synonym:
- subside ,
- settle
3. Βυθιστείτε ή κατακρημνίστε
- "Η λάσπη υποχωρεί όταν τα νερά ηρεμούν"
- συνώνυμο:
- υποχωρώ ,
- εγκατασταθώ
4. Descend into or as if into some soft substance or place
- "He sank into bed"
- "She subsided into the chair"
- synonym:
- sink ,
- subside
4. Κατεβείτε μέσα ή σαν σε κάποια μαλακή ουσία ή μέρος
- "Βυθίστηκε στο κρεβάτι"
- "Υποχώρησε στην καρέκλα"
- συνώνυμο:
- νεροχύτης ,
- υποχωρώ