Translation meaning & definition of the word "subset" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "υποσύνολο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Subset
[Υποσύνολο]/səbsɛt/
noun
1. A set whose members are members of another set
- A set contained within another set
- synonym:
- subset
1. Ένα σύνολο του οποίου τα μέλη είναι μέλη ενός άλλου συνόλου
- Ένα σύνολο που περιέχεται σε ένα άλλο σύνολο
- συνώνυμο:
- υποσύνολο
Examples of using
Not all geniuses are engineers, but all engineers are geniuses. The set of all engineers is thus an, unfortunately proper, subset of all geniuses.
Δεν είναι όλες οι ιδιοφυΐες μηχανικοί, αλλά όλοι οι μηχανικοί είναι ιδιοφυΐες. Το σύνολο όλων των μηχανικών είναι επομένως, δυστυχώς, ένα υποσύνολο όλων των ιδιοφυΐες.