Translation meaning & definition of the word "submissive" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "υποτακτική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Submissive
[Υποτακτικόσ]/səbmɪsɪv/
adjective
1. Inclined or willing to submit to orders or wishes of others or showing such inclination
- "Submissive servants"
- "A submissive reply"
- "Replacing troublemakers with more submissive people"
- synonym:
- submissive
1. Με τάση ή διάθεση να υποβάλλονται σε παραγγελίες ή επιθυμίες άλλων ή να δείχνουν τέτοια κλίση
- "Υποτακτικοί υπηρέτες"
- "Υποτακτική απάντηση"
- "Αντικαθιστώντας τους ταραχοποιούς με πιο υποτακτικούς ανθρώπους"
- συνώνυμο:
- υποτακτικόσ
2. Abjectly submissive
- Characteristic of a slave or servant
- "Slavish devotion to her job ruled her life"
- "A slavish yes-man to the party bosses"- s.h.adams
- "She has become submissive and subservient"
- synonym:
- slavish ,
- subservient ,
- submissive
2. Απίθανα υποτακτική
- Χαρακτηριστικό ενός σκλάβου ή ενός υπηρέτη
- "Η σλαβική αφοσίωση στη δουλειά της κυβέρνησε τη ζωή της"
- "Ένας σλαβός ναι-άνθρωπος στα αφεντικά του κόμματος"- σ.α.αντάμς
- "Έχει γίνει υποτακτική και υποτακτική"
- συνώνυμο:
- σλαβικόσ ,
- υποτακτικόσ
Examples of using
The idea that Japanese women are submissive and always obedient to their husbands is a lie.
Η ιδέα ότι οι Γιαπωνέζες είναι υποτακτικές και πάντα υπάκουες στους συζύγους τους είναι ένα ψέμα.