Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "submission" into Greek language

Μετάφραση έννοια & ορισμός της λέξης "υποταγή" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Submission

[Υποβολή]
/səbmɪʃən/

noun

1. Something (manuscripts or architectural plans and models or estimates or works of art of all genres etc.) submitted for the judgment of others (as in a competition)

  • "Several of his submissions were rejected by publishers"
  • "What was the date of submission of your proposal?"
    synonym:
  • submission
  • ,
  • entry

1. Κάτι (χειρόγραφα ή αρχιτεκτονικά σχέδια και μοντέλα ή εκτιμήσεις ή έργα τέχνης όλων των ειδών κλ που υποβάλλονται για την κρίση των άλλων (όπως σε ένα διαγωνισμό)

  • "Αρκετές από τις υποβολές του απορρίφθηκαν από τους εκδότες"
  • "Ποια ήταν η ημερομηνία υποβολής της πρότασής σας;"
    συνώνυμο:
  • υποβολή υποβολής
  • ,
  • είσοδος

2. The act of submitting

  • Usually surrendering power to another
    synonym:
  • submission
  • ,
  • compliance

2. Η πράξη της υποβολής

  • Συνήθως παραδίδοντας την εξουσία σε άλλον
    συνώνυμο:
  • υποβολή υποβολής
  • ,
  • συμμόρφωση

3. The condition of having submitted to control by someone or something else

  • "The union was brought into submission"
  • "His submission to the will of god"
    synonym:
  • submission

3. Η προϋπόθεση του να έχεις υποταχθεί στον έλεγχο από κάποιον ή κάτι άλλο

  • "Το σωματείο τέθηκε σε υποταγή"
  • "Η υποταγή του στο θέλημα του θεού"
    συνώνυμο:
  • υποβολή υποβολής

4. The feeling of patient, submissive humbleness

    synonym:
  • meekness
  • ,
  • submission

4. Το αίσθημα της υπομονετικής, υποτακτικής ταπεινότητας

    συνώνυμο:
  • πραότητα
  • ,
  • υποβολή υποβολής

5. A legal document summarizing an agreement between parties in a dispute to abide by the decision of an arbiter

    synonym:
  • submission

5. Ένα νομικό έγγραφο που συνοψίζει μια συμφωνία μεταξύ των μερών σε μια διαφορά για την τήρηση της απόφασης ενός διαιτητή

    συνώνυμο:
  • υποβολή υποβολής

6. An agreement between parties in a dispute to abide by the decision of an arbiter

    synonym:
  • submission

6. Συμφωνία μεταξύ των μερών σε μια διαφορά για την τήρηση της απόφασης ενός διαιτητή

    συνώνυμο:
  • υποβολή υποβολής

7. (law) a contention presented by a lawyer to a judge or jury as part of the case he is arguing

    synonym:
  • submission

7. (νόμος) ένας ισχυρισμός που υποβλήθηκε από δικηγόρο σε δικαστή ή ένορκο ως μέρος της υπόθεσης που υποστηρίζει

    συνώνυμο:
  • υποβολή υποβολής

Examples of using

Patriotism in its simple, clear and plain meaning is nothing else for the rulers as an instrument to achieve the power-hungry and self-serving purposes, and for managed people it is a denial of human dignity, reason, conscience, and slavish submission of themselves to those who are in power.
Ο πατριωτισμός με την απλή, σαφή και ξεκάθαρη σημασία του δεν είναι τίποτα άλλο για τους κυβερνώντες ως όργανο για την επίτευξη των διψασμένων για εξουσία και ιδιοτελών σκοπών, και για τους διοικούμενους ανθρώπους είναι άρνηση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της λογικής, της συνείδησης και της δουλικής υποταγής του εαυτού τους σε αυτ.
Nothing appears more surprising to those, who consider human affairs with a philosophical eye, than the easiness with which the many are governed by the few; and the implicit submission, with which men resign their own sentiments and passions to those of their rulers.
Τίποτα δεν φαίνεται πιο εκπληκτικό σε εκείνους που εξετάζουν τις ανθρώπινες υποθέσεις με φιλοσοφικό μάτι, από την ευκολία με την οποία οι πολλοί διέπονται από λίγου και την σιωπηρή υποταγή, με την οποία οι άνθρωποι παραιτούνται από τα δικά τους συναισθήματα και πάθη σε αυτά των κυβερνώντων τους.