Translation meaning & definition of the word "submerged" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βυθισμένη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Submerged
[Υποβρύχια]/səbmərʤd/
adjective
1. Beneath the surface of the water
- "Submerged rocks"
- synonym:
- submerged ,
- submersed ,
- underwater
1. Κάτω από την επιφάνεια του νερού
- "Βυθισμένοι βράχοι"
- συνώνυμο:
- βυθισμένος ,
- υποβρύχια ,
- υποβρύχιος
2. Growing or remaining under water
- "Viewing subaqueous fauna from a glass-bottomed boat"
- "Submerged leaves"
- synonym:
- subaqueous ,
- subaquatic ,
- submerged ,
- submersed ,
- underwater
2. Ανάπτυξη ή παραμονή κάτω από το νερό
- "Βλέποντας την υποπανίδα από ένα σκάφος με γυάλινο πυθμένα"
- "Βυθισμένα φύλλα"
- συνώνυμο:
- υποπυρήνασ ,
- υποκυατική ,
- βυθισμένος ,
- υποβρύχια ,
- υποβρύχιος
Examples of using
Whales can remain submerged for a long time.
Οι φάλαινες μπορούν να παραμείνουν βυθισμένες για μεγάλο χρονικό διάστημα.