Translation meaning & definition of the word "submerge" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βυθίστε" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Submerge
[Υποβρύχια]/səbmərʤ/
verb
1. Sink below the surface
- Go under or as if under water
- synonym:
- submerge ,
- submerse
1. Βυθίστε κάτω από την επιφάνεια
- Πηγαίνετε κάτω ή σαν κάτω από το νερό
- συνώνυμο:
- υποβρύχια ,
- βυθίζω
2. Cover completely or make imperceptible
- "I was drowned in work"
- "The noise drowned out her speech"
- synonym:
- submerge ,
- drown ,
- overwhelm
2. Καλύψτε εντελώς ή κάντε ανεπαίσθητο
- "Πνίγηκα στη δουλειά"
- "Ο θόρυβος έπνιξε την ομιλία της"
- συνώνυμο:
- υποβρύχια ,
- πνίγομαι ,
- κατακλύζω
3. Put under water
- "Submerge your head completely"
- synonym:
- submerge ,
- submerse
3. Βάζω κάτω από το νερό
- "Βυθίστε το κεφάλι σας εντελώς"
- συνώνυμο:
- υποβρύχια ,
- βυθίζω
4. Fill or cover completely, usually with water
- synonym:
- inundate ,
- deluge ,
- submerge
4. Γεμίστε ή καλύψτε εντελώς, συνήθως με νερό
- συνώνυμο:
- πλημμυρίζω ,
- κατακλυσμός ,
- υποβρύχια