Translation meaning & definition of the word "subjugate" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "υποταγή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Subjugate
[Υποτάσσω]/səbʤəget/
verb
1. Put down by force or intimidation
- "The government quashes any attempt of an uprising"
- "China keeps down her dissidents very efficiently"
- "The rich landowners subjugated the peasants working the land"
- synonym:
- repress ,
- quash ,
- keep down ,
- subdue ,
- subjugate ,
- reduce
1. Να καταστραφεί με βία ή εκφοβισμό
- "Η κυβέρνηση καταρρίπτει κάθε προσπάθεια εξέγερσης"
- "Η κίνα κρατάει τους αντιφρονούντες της πολύ αποτελεσματικά"
- "Οι πλούσιοι γαιοκτήμονες υπέταξαν τους αγρότες που εργάζονταν στη γη"
- συνώνυμο:
- καταστέλλω ,
- κουά ,
- παραμένω κάτω ,
- υποταγή ,
- υποδουλώνω ,
- μειώνω
2. Make subservient
- Force to submit or subdue
- synonym:
- subjugate ,
- subject
2. Κάνω υποτακτικό
- Εξουσία υποβολής ή υποταγής
- συνώνυμο:
- υποδουλώνω ,
- θέμα