Translation meaning & definition of the word "subjectivity" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "υποκειμενικότητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Subjectivity
[Υποκειμενικότητα]/səbʤɛktɪvɪti/
noun
1. Judgment based on individual personal impressions and feelings and opinions rather than external facts
- synonym:
- subjectivity ,
- subjectiveness
1. Κρίση που βασίζεται σε ατομικές προσωπικές εντυπώσεις και συναισθήματα και απόψεις και όχι σε εξωτερικά γεγονότα
- συνώνυμο:
- υποκειμενικότητα