Translation meaning & definition of the word "subject" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "υποκείμενο" στην ελληνική γλώσσα
Subject
[Θέμα]noun
1. The subject matter of a conversation or discussion
- "He didn't want to discuss that subject"
- "It was a very sensitive topic"
- "His letters were always on the theme of love"
- synonym:
- subject ,
- topic ,
- theme
1. Το θέμα μιας συζήτησης ή συζήτησης
- "Δεν ήθελε να συζητήσει αυτό το θέμα"
- "Ήταν ένα πολύ ευαίσθητο θέμα"
- "Τα γράμματά του ήταν πάντα στο θέμα της αγάπης"
- συνώνυμο:
- θέμα
2. Something (a person or object or scene) selected by an artist or photographer for graphic representation
- "A moving picture of a train is more dramatic than a still picture of the same subject"
- synonym:
- subject ,
- content ,
- depicted object
2. Κάτι (α άτομο ή αντικείμενο ή σκηνή) επιλεγμένο από έναν καλλιτέχνη ή φωτογράφο για γραφική αναπαράσταση
- "Μια κινούμενη εικόνα ενός τρένου είναι πιο δραματική από μια ακόμα εικόνα του ίδιου θέματος"
- συνώνυμο:
- θέμα ,
- περιεχόμενο ,
- απεικονιζόμενο αντικείμενο
3. A branch of knowledge
- "In what discipline is his doctorate?"
- "Teachers should be well trained in their subject"
- "Anthropology is the study of human beings"
- synonym:
- discipline ,
- subject ,
- subject area ,
- subject field ,
- field ,
- field of study ,
- study ,
- bailiwick
3. Ένας κλάδος της γνώσης
- "Σε ποια πειθαρχία είναι το διδακτορικό του?"
- "Οι δάσκαλοι πρέπει να είναι καλά εκπαιδευμένοι στο θέμα τους"
- "Η ανθρωπολογία είναι η μελέτη των ανθρώπων"
- συνώνυμο:
- πειθαρχία ,
- θέμα ,
- περιοχή θέματος ,
- πεδίο θέματος ,
- πεδίο ,
- πεδίο σπουδών ,
- μελέτη ,
- βαλλίστικ
4. Some situation or event that is thought about
- "He kept drifting off the topic"
- "He had been thinking about the subject for several years"
- "It is a matter for the police"
- synonym:
- topic ,
- subject ,
- issue ,
- matter
4. Κάποια κατάσταση ή γεγονός που εξετάζεται
- "Συνέχισε να παρασύρεται από το θέμα"
- "Σκέφτεται το θέμα εδώ και αρκετά χρόνια"
- "Είναι θέμα της αστυνομίας"
- συνώνυμο:
- θέμα
5. (grammar) one of the two main constituents of a sentence
- The grammatical constituent about which something is predicated
- synonym:
- subject
5. (γραμμαρι) ένα από τα δύο κύρια συστατικά μιας πρότασης
- Το γραμματικό συστατικό για το οποίο βασίζεται κάτι
- συνώνυμο:
- θέμα
6. A person who is subjected to experimental or other observational procedures
- Someone who is an object of investigation
- "The subjects for this investigation were selected randomly"
- "The cases that we studied were drawn from two different communities"
- synonym:
- subject ,
- case ,
- guinea pig
6. Ένα άτομο που υποβάλλεται σε πειραματικές ή άλλες διαδικασίες παρατήρησης
- Κάποιος που είναι αντικείμενο έρευνας
- "Τα θέματα αυτής της έρευνας επιλέχθηκαν τυχαία"
- "Οι περιπτώσεις που μελετήσαμε ελήφθησαν από δύο διαφορετικές κοινότητες"
- συνώνυμο:
- θέμα ,
- περίπτωση ,
- γουινέα
7. A person who owes allegiance to that nation
- "A monarch has a duty to his subjects"
- synonym:
- national ,
- subject
7. Ένα άτομο που οφείλει υπακοή σε αυτό το έθνος
- "Ένας μονάρχης έχει καθήκον προς τους υπηκόους του"
- συνώνυμο:
- εθνικός ,
- θέμα
8. (logic) the first term of a proposition
- synonym:
- subject
8. (λογικό) ο πρώτος όρος μιας πρότασης
- συνώνυμο:
- θέμα
verb
1. Cause to experience or suffer or make liable or vulnerable to
- "He subjected me to his awful poetry"
- "The sergeant subjected the new recruits to many drills"
- "People in chernobyl were subjected to radiation"
- synonym:
- subject
1. Να προκαλέσει εμπειρία ή να υποφέρει ή να καταστεί υπεύθυνος ή ευάλωτος σε
- "Με υπέβαλε στην απαίσια ποίησή του"
- "Ο λοχίας υπέβαλε τους νέους στρατολογημένους σε πολλές ασκήσεις"
- "Οι άνθρωποι στο τσερνομπίλ υποβλήθηκαν σε ακτινοβολία"
- συνώνυμο:
- θέμα
2. Make accountable for
- "He did not want to subject himself to the judgments of his superiors"
- synonym:
- subject
2. Λογοδοτώ
- "Δεν ήθελε να υποταχθεί στις κρίσεις των ανωτέρων του"
- συνώνυμο:
- θέμα
3. Make subservient
- Force to submit or subdue
- synonym:
- subjugate ,
- subject
3. Κάνω υποτακτικό
- Εξουσία υποβολής ή υποταγής
- συνώνυμο:
- υποδουλώνω ,
- θέμα
4. Refer for judgment or consideration
- "The lawyers submitted the material to the court"
- synonym:
- submit ,
- subject
4. Αναφερθείτε σε κρίση ή εξέταση
- "Οι δικηγόροι υπέβαλαν το υλικό στο δικαστήριο"
- συνώνυμο:
- υποβάλλω ,
- θέμα
adjective
1. Possibly accepting or permitting
- "A passage capable of misinterpretation"
- "Open to interpretation"
- "An issue open to question"
- "The time is fixed by the director and players and therefore subject to much variation"
- synonym:
- capable ,
- open ,
- subject
1. Πιθανόν να αποδεχτεί ή να επιτρέψει
- "Ένα απόσπασμα ικανό να παρερμηνεύσει"
- "Ανοιχτό στην ερμηνεία"
- "Ένα θέμα ανοιχτό στην ερώτηση"
- "Ο χρόνος καθορίζεται από τον σκηνοθέτη και τους παίκτες και ως εκ τούτου υπόκειται σε μεγάλη παραλλαγή"
- συνώνυμο:
- ικανός ,
- ανοιχτός ,
- θέμα
2. Being under the power or sovereignty of another or others
- "Subject peoples"
- "A dependent prince"
- synonym:
- subject ,
- dependent
2. Υπό την εξουσία ή την κυριαρχία ενός άλλου ή άλλων
- "Υποκείμενοι λαοί"
- "Εξαρτημένος πρίγκιπας"
- συνώνυμο:
- θέμα ,
- εξαρτώμενοσ
3. Likely to be affected by something
- "The bond is subject to taxation"
- "He is subject to fits of depression"
- synonym:
- subject
3. Πιθανότατα να επηρεαστεί από κάτι
- "Το ομόλογο υπόκειται σε φορολογία"
- "Υπόκειται σε κρίσεις κατάθλιψης"
- συνώνυμο:
- θέμα