Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "subject" into Greek language

Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "υποκείμενο" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Subject

[Θέμα]
/səbʤɛkt/

noun

1. The subject matter of a conversation or discussion

  • "He didn't want to discuss that subject"
  • "It was a very sensitive topic"
  • "His letters were always on the theme of love"
    synonym:
  • subject
  • ,
  • topic
  • ,
  • theme

1. Το θέμα μιας συζήτησης ή συζήτησης

  • "Δεν ήθελε να συζητήσει αυτό το θέμα"
  • "Ήταν ένα πολύ ευαίσθητο θέμα"
  • "Τα γράμματά του ήταν πάντα με θέμα την αγάπη"
    συνώνυμο:
  • θέμα

2. Something (a person or object or scene) selected by an artist or photographer for graphic representation

  • "A moving picture of a train is more dramatic than a still picture of the same subject"
    synonym:
  • subject
  • ,
  • content
  • ,
  • depicted object

2. Κάτι (άτομο ή αντικείμενο ή σκηνή) που επιλέγεται από καλλιτέχνη ή φωτογράφο για γραφική αναπαράσταση

  • "Μια κινούμενη εικόνα ενός τρένου είναι πιο δραματική από μια ακίνητη εικόνα του ίδιου θέματος"
    συνώνυμο:
  • θέμα
  • ,
  • περιεχόμενο
  • ,
  • απεικονιζόμενο αντικείμενο

3. A branch of knowledge

  • "In what discipline is his doctorate?"
  • "Teachers should be well trained in their subject"
  • "Anthropology is the study of human beings"
    synonym:
  • discipline
  • ,
  • subject
  • ,
  • subject area
  • ,
  • subject field
  • ,
  • field
  • ,
  • field of study
  • ,
  • study
  • ,
  • bailiwick

3. Ένας κλάδος της γνώσης

  • "Σε ποια πειθαρχία είναι το διδακτορικό του;"
  • "Οι δάσκαλοι πρέπει να είναι καλά εκπαιδευμένοι στο αντικείμενό τους"
  • "Η ανθρωπολογία είναι η μελέτη των ανθρώπων"
    συνώνυμο:
  • πειθαρχία
  • ,
  • θέμα
  • ,
  • θεματική περιοχή
  • ,
  • θεματικό πεδίο
  • ,
  • πεδίο
  • ,
  • πεδίο σπουδών
  • ,
  • μελέτη
  • ,
  • bailiwick

4. Some situation or event that is thought about

  • "He kept drifting off the topic"
  • "He had been thinking about the subject for several years"
  • "It is a matter for the police"
    synonym:
  • topic
  • ,
  • subject
  • ,
  • issue
  • ,
  • matter

4. Κάποια κατάσταση ή γεγονός που είναι σκεπτόμενο

  • "Συνέχισε να παρασύρεται από το θέμα"
  • "Σκεφτόταν το θέμα αρκετά χρόνια"
  • "Είναι θέμα της αστυνομίας"
    συνώνυμο:
  • θέμα

5. (grammar) one of the two main constituents of a sentence

  • The grammatical constituent about which something is predicated
    synonym:
  • subject

5. (γραμματική) ένα από τα δύο κύρια συστατικά μιας πρότασης

  • Το γραμματικό συστατικό για το οποίο κάτι βασίζεται
    συνώνυμο:
  • θέμα

6. A person who is subjected to experimental or other observational procedures

  • Someone who is an object of investigation
  • "The subjects for this investigation were selected randomly"
  • "The cases that we studied were drawn from two different communities"
    synonym:
  • subject
  • ,
  • case
  • ,
  • guinea pig

6. Άτομο που υποβάλλεται σε πειραματικές ή άλλες διαδικασίες παρατήρησης

  • Κάποιος που είναι αντικείμενο έρευνας
  • "Τα υποκείμενα αυτής της έρευνας επιλέχθηκαν τυχαία"
  • "Οι περιπτώσεις που μελετήσαμε αντλήθηκαν από δύο διαφορετικές κοινότητες"
    συνώνυμο:
  • θέμα
  • ,
  • περίπτωση
  • ,
  • ινδικό χοιρίδιο

7. A person who owes allegiance to that nation

  • "A monarch has a duty to his subjects"
    synonym:
  • national
  • ,
  • subject

7. Ένα άτομο που οφείλει πίστη σε αυτό το έθνος

  • "Ένας μονάρχης έχει καθήκον απέναντι στους υπηκόους του"
    συνώνυμο:
  • εθνικός
  • ,
  • θέμα

8. (logic) the first term of a proposition

    synonym:
  • subject

8. (λογική) ο πρώτος όρος μιας πρότασης

    συνώνυμο:
  • θέμα

verb

1. Cause to experience or suffer or make liable or vulnerable to

  • "He subjected me to his awful poetry"
  • "The sergeant subjected the new recruits to many drills"
  • "People in chernobyl were subjected to radiation"
    synonym:
  • subject

1. Αιτία να βιώσουν ή να υποφέρουν ή να καταστήσουν υπεύθυνους ή ευάλωτους

  • "Με υπέβαλε στην απαίσια ποίησή του"
  • "Ο λοχίας υπέβαλε τους νεοσύλλεκτους σε πολλές ασκήσεις"
  • "Οι άνθρωποι στο τσερνόμπιλ υποβλήθηκαν σε ραδιενέργεια"
    συνώνυμο:
  • θέμα

2. Make accountable for

  • "He did not want to subject himself to the judgments of his superiors"
    synonym:
  • subject

2. Λογοδοτώ

  • "Δεν ήθελε να υποβάλλει τον εαυτό του στις κρίσεις των ανωτέρων του"
    συνώνυμο:
  • θέμα

3. Make subservient

  • Force to submit or subdue
    synonym:
  • subjugate
  • ,
  • subject

3. Κάνε υποτακτικό

  • Αναγκάστε να υποταχθείτε ή να υποτάξετε
    συνώνυμο:
  • υποτάσσω
  • ,
  • θέμα

4. Refer for judgment or consideration

  • "The lawyers submitted the material to the court"
    synonym:
  • submit
  • ,
  • subject

4. Αναφερθείτε για κρίση ή εξέταση

  • "Οι δικηγόροι κατέθεσαν το υλικό στο δικαστήριο"
    συνώνυμο:
  • υποβάλλω
  • ,
  • θέμα

adjective

1. Possibly accepting or permitting

  • "A passage capable of misinterpretation"
  • "Open to interpretation"
  • "An issue open to question"
  • "The time is fixed by the director and players and therefore subject to much variation"
    synonym:
  • capable
  • ,
  • open
  • ,
  • subject

1. Ενδεχομένως αποδοχή ή επιτρέποντας

  • "Ένα απόσπασμα ικανό να παρερμηνεύσει"
  • "Ανοιχτό στην ερμηνεία"
  • "Ένα θέμα ανοιχτό σε αμφισβήτηση"
  • "Ο χρόνος καθορίζεται από τον σκηνοθέτη και τους παίκτες και επομένως υπόκειται σε μεγάλες διαφοροποιήσεις"
    συνώνυμο:
  • ικανός
  • ,
  • ανοιχτός
  • ,
  • θέμα

2. Being under the power or sovereignty of another or others

  • "Subject peoples"
  • "A dependent prince"
    synonym:
  • subject
  • ,
  • dependent

2. Όντας υπό την εξουσία ή την κυριαρχία ενός άλλου ή άλλων

  • "Υποτελείς λαοί"
  • "Ένας εξαρτημένος πρίγκιπας"
    συνώνυμο:
  • θέμα
  • ,
  • εξαρτημένος

3. Likely to be affected by something

  • "The bond is subject to taxation"
  • "He is subject to fits of depression"
    synonym:
  • subject

3. Πιθανόν να επηρεαστεί από κάτι

  • "Το ομόλογο υπόκειται σε φορολογία"
  • "Υπόκειται σε κρίσεις κατάθλιψης"
    συνώνυμο:
  • θέμα

Examples of using

We ought at least, for prudence, never to speak of ourselves, because that is a subject on which we may be sure that other people’s views are never in accordance with our own.
Θα έπρεπε τουλάχιστον, για σύνεση, να μην μιλάμε ποτέ για τον εαυτό μας, γιατί αυτό είναι ένα θέμα για το οποίο μπορεί να είμαστε σίγουροι ότι οι απόψεις των άλλων δεν είναι ποτέ σύμφωνες με τις δικές μας.
I can refer you to a good book on this subject.
Μπορώ να σας παραπέμψω σε ένα καλό βιβλίο για αυτό το θέμα.
Tom is good at his subject.
Ο Τομ είναι καλός στο θέμα του.