Translation meaning & definition of the word "subatomic" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "υποατομική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Subatomic
[Υποατομικό]/səbətɑmɪk/
adjective
1. Of or relating to constituents of the atom or forces within the atom
- "Subatomic particles"
- "Harnessing subatomic energy"
- synonym:
- subatomic
1. Από ή σχετίζονται με συστατικά του ατόμου ή των δυνάμεων μέσα στο άτομο
- "Υποατομικά σωματίδια"
- "Αποστασιοποίηση της υποατομικής ενέργειας"
- συνώνυμο:
- υποατομικό
2. Of smaller than atomic dimensions
- synonym:
- subatomic
2. Μικρότερες από τις ατομικές διαστάσεις
- συνώνυμο:
- υποατομικό