Translation meaning & definition of the word "stylist" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "στυλίστας" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Stylist
[Στυλίστας]/staɪlɪst/
noun
1. An artist who is a master of a particular style
- synonym:
- stylist
1. Ένας καλλιτέχνης που είναι κύριος ενός συγκεκριμένου στυλ
- συνώνυμο:
- στυλίστας
2. Someone who cuts or beautifies hair
- synonym:
- hairdresser ,
- hairstylist ,
- stylist ,
- styler
2. Κάποιος που κόβει ή ομορφαίνει τα μαλλιά
- συνώνυμο:
- κομμωτήριο ,
- στυλίστας