Translation meaning & definition of the word "sty" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "στυλ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Sty
[Στυλ]/staɪ/
noun
1. An infection of the sebaceous gland of the eyelid
- synonym:
- sty ,
- stye ,
- hordeolum ,
- eye infection
1. Μια λοίμωξη του σμηγματογόνου αδένα του βλεφάρου
- συνώνυμο:
- στυλ ,
- στύλοσ ,
- ορδεόλιο ,
- λοίμωξη των ματιών
2. A pen for swine
- synonym:
- sty ,
- pigsty ,
- pigpen
2. Ένα στυλό για τους χοίρους
- συνώνυμο:
- στυλ ,
- χοιροστάσιο ,
- χοιρόστρωμα
Examples of using
There's a pig in the sty.
Υπάρχει ένα γουρούνι στο στυλ.
There's a pig in the sty.
Υπάρχει ένα γουρούνι στο στυλ.