Translation meaning & definition of the word "stutter" into Greek language
Μεταφραστικό νόημα & ορισμός της λέξης "τραύλισμα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Stutter
[Τακτοποίηση]/stətər/
noun
1. A speech disorder involving hesitations and involuntary repetitions of certain sounds
- synonym:
- stammer ,
- stutter
1. Μια διαταραχή ομιλίας που περιλαμβάνει δισταγμούς και ακούσιες επαναλήψεις ορισμένων ήχων
- συνώνυμο:
- παραπονιέμαι ,
- τραύλισμα
verb
1. Speak haltingly
- "The speaker faltered when he saw his opponent enter the room"
- synonym:
- bumble ,
- stutter ,
- stammer ,
- falter
1. Μιλάω αναλογικά
- "Ο ομιλητής παραπαίει όταν είδε τον αντίπαλό του να μπαίνει στο δωμάτιο"
- συνώνυμο:
- πουλί ,
- τραύλισμα ,
- παραπονιέμαι ,
- παραπαίουσα