Translation meaning & definition of the word "sturdy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δυνατό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Sturdy
[Ανθεκτικός]/stərdi/
adjective
1. Having rugged physical strength
- Inured to fatigue or hardships
- "Hardy explorers of northern canada"
- "Proud of her tall stalwart son"
- "Stout seamen"
- "Sturdy young athletes"
- synonym:
- hardy ,
- stalwart ,
- stout ,
- sturdy
1. Έχοντας τραχιά σωματική δύναμη
- Ανασφάλιση σε κόπωση ή δυσκολίες
- "Σκληροί εξερευνητές του βόρειου καναδά"
- "Περήφανος για τον ψηλό γιο της"
- "Ναυτικοί"
- "Ανθεκτικοί νέοι αθλητές"
- συνώνυμο:
- ανθεκτικός ,
- σταλγουάρτησ ,
- παρατηρώ
2. Not making concessions
- "Took an uncompromising stance in the peace talks"
- "Uncompromising honesty"
- synonym:
- uncompromising ,
- sturdy ,
- inflexible
2. Δεν κάνουν παραχωρήσεις
- "Πήρε μια ασυμβίβαστη στάση στις ειρηνευτικές συνομιλίες"
- "Ασυμβίβαστη ειλικρίνεια"
- συνώνυμο:
- ασυμβίβαστοσ ,
- ανθεκτικός ,
- άκαμπτοσ
3. Substantially made or constructed
- "Sturdy steel shelves"
- "Sturdy canvas"
- "A tough all-weather fabric"
- "Some plastics are as tough as metal"
- synonym:
- sturdy ,
- tough
3. Ουσιαστικά κατασκευασμένο ή κατασκευασμένο
- "Ανθεκτικά ράφια χάλυβα"
- "Ανθεκτικός καμβάς"
- "Ένα σκληρό ύφασμα παντός καιρού"
- "Μερικά πλαστικά είναι τόσο σκληρά όσο το μέταλλο"
- συνώνυμο:
- ανθεκτικός ,
- σκληρός