Translation meaning & definition of the word "stupor" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αυτοκράτορας" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Stupor
[Ανόητοσ]/stupər/
noun
1. The feeling of distress and disbelief that you have when something bad happens accidentally
- "His mother's death left him in a daze"
- "He was numb with shock"
- synonym:
- daze ,
- shock ,
- stupor
1. Το αίσθημα της αγωνίας και της δυσπιστίας που έχετε όταν κάτι κακό συμβαίνει τυχαία
- "Ο θάνατος της μητέρας του τον άφησε σε ένα λαβύρινθο"
- "Μουδιασμένος με σοκ"
- συνώνυμο:
- παίζω ,
- σοκ ,
- ανοησία
2. Marginal consciousness
- "His grogginess was caused as much by exhaustion as by the blows"
- "Someone stole his wallet while he was in a drunken stupor"
- synonym:
- grogginess ,
- stupor ,
- stupefaction ,
- semiconsciousness
2. Οριακή συνείδηση
- "Η ψυχραιμία του προκλήθηκε τόσο από την εξάντληση όσο και από τα χτυπήματα"
- "Κάποιος έκλεψε το πορτοφόλι του ενώ ήταν σε μια μεθυσμένη στοργή"
- συνώνυμο:
- αυθάδεια ,
- ανοησία ,
- αναισθησία ,
- ημι-συνειδητότητα