Translation meaning & definition of the word "stupidly" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βλακεία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Stupidly
[Ανόητα]/stupədli/
adverb
1. In a stupid manner
- "He had stupidly bought a one way ticket"
- synonym:
- stupidly ,
- doltishly
1. Με ηλίθιο τρόπο
- "Είχε αγοράσει ανόητα ένα εισιτήριο μονής διαδρομής"
- συνώνυμο:
- ηλίθια ,
- ανοησία