Translation meaning & definition of the word "stunted" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "καθαρισμένη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Stunted
[Καταδιωγμένο]/stəntɪd/
adjective
1. Inferior in size or quality
- "Scrawny cattle"
- "Scrubby cut-over pine"
- "Old stunted thorn trees"
- synonym:
- scrawny ,
- scrubby ,
- stunted
1. Κατώτερο σε μέγεθος ή ποιότητα
- "Σαλιασμένα βοοειδή"
- "Τρίψιμο πεύκο"
- "Παλιά αγκάθια δέντρα"
- συνώνυμο:
- αποτυχημένοσ ,
- παραλία ,
- ακροβατώ