Translation meaning & definition of the word "stunt" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κατάβαση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Stunt
[Στέλεχος]/stənt/
noun
1. A difficult or unusual or dangerous feat
- Usually done to gain attention
- synonym:
- stunt
1. Ένα δύσκολο ή ασυνήθιστο ή επικίνδυνο κατόρθωμα
- Συνήθως γίνεται για να κερδίσει την προσοχή
- συνώνυμο:
- ακροβατικόσ
2. A creature (especially a whale) that has been prevented from attaining full growth
- synonym:
- stunt
2. Ένα πλάσμα (ειδικά μια φαλαι) που έχει αποτραπεί από την επίτευξη πλήρους ανάπτυξης
- συνώνυμο:
- ακροβατικόσ
verb
1. Check the growth or development of
- "You will stunt your growth by building all these muscles"
- synonym:
- stunt
1. Ελέγξτε την ανάπτυξη ή την ανάπτυξη των
- "Θα εμποδίσετε την ανάπτυξή σας χτίζοντας όλους αυτούς τους μυς"
- συνώνυμο:
- ακροβατικόσ
2. Perform a stunt or stunts
- synonym:
- stunt
2. Εκτελέστε ένα ακροβατικό ή ακροβατικά
- συνώνυμο:
- ακροβατικόσ
Examples of using
Why are you staring at me as if I was a clown? Do you expect me to perform a stunt?
Γιατί με κοιτάς σαν να είμαι κλόουν? Περιμένετε να εκτελέσω ένα κόλπο?