Translation meaning & definition of the word "stuffy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πλούσιο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Stuffy
[Αποπνικτικόσ]/stəfi/
adjective
1. Lacking fresh air
- "A dusty airless attic"
- "The dreadfully close atmosphere"
- "Hot and stuffy and the air was blue with smoke"
- synonym:
- airless ,
- close ,
- stuffy ,
- unaired
1. Λείπει ο καθαρός αέρας
- "Μια σκονισμένη σοφίτα χωρίς αέρα"
- "Η φρικτή κλειστή ατμόσφαιρα"
- "Ζεστό και βουλωμένο και ο αέρας ήταν μπλε με καπνό"
- συνώνυμο:
- αέρασ ,
- κοντά ,
- αποπνικτικός ,
- απαράμιλλοσ
2. Excessively conventional and unimaginative and hence dull
- "Why is the middle class so stodgy, so utterly without a sense of humor?"
- "A stodgy dinner party"
- synonym:
- stodgy ,
- stuffy
2. Υπερβολικά συμβατικό και αφάνταστο και ως εκ τούτου θαμπό
- "Γιατί είναι η μεσαία τάξη τόσο βρώμικη, τόσο εντελώς χωρίς χιούμορ?"
- "Ένα βαρύ πάρτι"
- συνώνυμο:
- αποφλοιωμένοσ ,
- αποπνικτικός
3. Affected with a sensation of stoppage or obstruction
- "A stuffy feeling in my chest"
- synonym:
- stuffy
3. Επηρεάζεται με αίσθηση διακοπής ή απόφραξης
- "Ένα βουλωμένο συναίσθημα στο στήθος μου"
- συνώνυμο:
- αποπνικτικός
Examples of using
This room is very stuffy.
Αυτό το δωμάτιο είναι πολύ αποπνικτικό.