Translation meaning & definition of the word "stuffing" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "γεμίζοντας" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Stuffing
[Γεμίζοντασ]/stəfɪŋ/
noun
1. A mixture of seasoned ingredients used to stuff meats and vegetables
- synonym:
- stuffing ,
- dressing
1. Ένα μείγμα από καρυκευμένα συστατικά που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή κρέατος και λαχανικών
- συνώνυμο:
- γέμιση ,
- ντύσιμο
2. Padding put in mattresses and cushions and upholstered furniture
- synonym:
- stuffing
2. Επένδυση που βάζεται στα στρώματα και τα μαξιλάρια και τα επικαλυμμένα έπιπλα
- συνώνυμο:
- γέμιση