Translation meaning & definition of the word "stuff" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πανί" στην ελληνική γλώσσα
Stuff
[Μανιτάρι]noun
1. The tangible substance that goes into the makeup of a physical object
- "Coal is a hard black material"
- "Wheat is the stuff they use to make bread"
- synonym:
- material ,
- stuff
1. Η απτή ουσία που πηγαίνει στο μακιγιάζ ενός φυσικού αντικειμένου
- "Το άνθρακα είναι ένα σκληρό μαύρο υλικό"
- "Το θερμότητα είναι τα πράγματα που χρησιμοποιούν για να φτιάξουν ψωμί"
- συνώνυμο:
- υλικό ,
- πράγματα
2. Miscellaneous unspecified objects
- "The trunk was full of stuff"
- synonym:
- stuff
2. Διάφορα μη καθορισμένα αντικείμενα
- "Ο κορμός ήταν γεμάτος πράγματα"
- συνώνυμο:
- πράγματα
3. Informal terms for personal possessions
- "Did you take all your clobber?"
- synonym:
- stuff ,
- clobber
3. Άτυποι όροι για τα προσωπικά αγαθά
- "Πήρες όλο τον κολόμπο σου?"
- συνώνυμο:
- πράγματα ,
- παραπονιέμαι
4. Senseless talk
- "Don't give me that stuff"
- synonym:
- stuff ,
- stuff and nonsense ,
- hooey ,
- poppycock
4. Ανούσια ομιλία
- "Μη μου δώσεις αυτά τα πράγματα"
- συνώνυμο:
- πράγματα ,
- πράγματα και ανοησίες ,
- ανόητοσ ,
- ποπ-παγκ
5. Unspecified qualities required to do or be something
- "The stuff of heros"
- "You don't have the stuff to be a united states marine"
- synonym:
- stuff
5. Απροσδιόριστες ιδιότητες που απαιτούνται για να κάνουν ή να είναι κάτι
- "Τα πράγματα του ήρωα"
- "Δεν έχετε τα πράγματα να είστε πεζοναύτης των ηνωμένων πολιτειών"
- συνώνυμο:
- πράγματα
6. Information in some unspecified form
- "It was stuff i had heard before"
- "There's good stuff in that book"
- synonym:
- stuff
6. Πληροφορίες σε μη καθορισμένη μορφή
- "Ήταν κάτι που είχα ακούσει πριν"
- "Υπάρχουν καλά πράγματα σε αυτό το βιβλίο"
- συνώνυμο:
- πράγματα
7. A critically important or characteristic component
- "Suspense is the very stuff of narrative"
- synonym:
- stuff
7. Ένα πολύ σημαντικό ή χαρακτηριστικό στοιχείο
- "Η αναστολή είναι το ίδιο το πράγμα της αφήγησης"
- συνώνυμο:
- πράγματα
verb
1. Cram into a cavity
- "The child stuffed candy into his pockets"
- synonym:
- stuff
1. Κράμπες σε μια κοιλότητα
- "Το παιδί γέμισε καραμέλα στις τσέπες του"
- συνώνυμο:
- πράγματα
2. Press or force
- "Stuff money into an envelope"
- "She thrust the letter into his hand"
- synonym:
- thrust ,
- stuff ,
- shove ,
- squeeze
2. Πρέσα ή δύναμη
- "Βάλτε τα χρήματα σε ένα φάκελο"
- "Έβαλε το γράμμα στο χέρι του"
- συνώνυμο:
- ώθηση ,
- πράγματα ,
- ανακατώνω ,
- συμπιέζω
3. Obstruct
- "My nose is all stuffed"
- "Her arteries are blocked"
- synonym:
- stuff ,
- lug ,
- choke up ,
- block
3. Εμποδίζω
- "Η μύτη μου είναι γεμάτη"
- "Οι αρτηρίες του είναι μπλοκαρισμένες"
- συνώνυμο:
- πράγματα ,
- λουγκ ,
- πνίγομαι ,
- μπλοκ
4. Overeat or eat immodestly
- Make a pig of oneself
- "She stuffed herself at the dinner"
- "The kids binged on ice cream"
- synonym:
- gorge ,
- ingurgitate ,
- overindulge ,
- glut ,
- englut ,
- stuff ,
- engorge ,
- overgorge ,
- overeat ,
- gormandize ,
- gormandise ,
- gourmandize ,
- binge ,
- pig out ,
- satiate ,
- scarf out
4. Υπερκατανάλωση ή φάτε ανώριμα
- Κάνω ένα γουρούνι του εαυτού μου
- "Γεμίστηκε στο δείπνο"
- "Τα παιδιά πάτησαν στο παγωτό"
- συνώνυμο:
- φαράγγι ,
- εμπλοκή ,
- υπερβολή ,
- λαίμα ,
- εμπλούτ ,
- πράγματα ,
- ενγκόρι ,
- υπερφορτώνω ,
- υπερκαταναλώνω ,
- αλληλοεξαπατώ ,
- αλληλοπαραγωγήσ ,
- επιτιμώ ,
- μπίνγκε ,
- πετάω ,
- χορταίνω ,
- φουλάρι έξω
5. Treat with grease, fill, and prepare for mounting
- "Stuff a bearskin"
- synonym:
- stuff
5. Αντιμετωπίστε με γράσο, γεμίστε και προετοιμαστείτε για τοποθέτηση
- "Περιποιηθείτε ένα αρκουδάκι"
- συνώνυμο:
- πράγματα
6. Fill tightly with a material
- "Stuff a pillow with feathers"
- synonym:
- stuff
6. Γεμίστε σφιχτά με ένα υλικό
- "Πλέξτε ένα μαξιλάρι με φτερά"
- συνώνυμο:
- πράγματα
7. Fill with a stuffing while cooking
- "Have you stuffed the turkey yet?"
- synonym:
- farce ,
- stuff
7. Γεμίστε με γέμιση ενώ μαγειρεύετε
- "Έχετε γεμίσει τη γαλοπούλα ακόμα?"
- συνώνυμο:
- φάρσα ,
- πράγματα