Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "study" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μελέτη" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Study

[Μελέτη]
/stədi/

noun

1. A detailed critical inspection

    synonym:
  • survey
  • ,
  • study

1. Μια λεπτομερής κριτική επιθεώρηση

    συνώνυμο:
  • έρευνα
  • ,
  • μελέτη

2. Applying the mind to learning and understanding a subject (especially by reading)

  • "Mastering a second language requires a lot of work"
  • "No schools offer graduate study in interior design"
    synonym:
  • study
  • ,
  • work

2. Εφαρμόζοντας το μυαλό στη μάθηση και την κατανόηση ενός θέματος (ειδικά με την ανάγνωση)

  • "Η κατανομή μιας δεύτερης γλώσσας απαιτεί πολλή δουλειά"
  • "Κανένα σχολείο δεν προσφέρει μεταπτυχιακές σπουδές στον εσωτερικό σχεδιασμό"
    συνώνυμο:
  • μελέτη
  • ,
  • εργασία

3. A written document describing the findings of some individual or group

  • "This accords with the recent study by hill and dale"
    synonym:
  • report
  • ,
  • study
  • ,
  • written report

3. Ένα γραπτό έγγραφο που περιγράφει τα ευρήματα κάποιου ατόμου ή ομάδας

  • "Αυτό συμφωνεί με την πρόσφατη μελέτη του χιλ και του ντέιλ"
    συνώνυμο:
  • έκθεση
  • ,
  • μελέτη
  • ,
  • γραπτή έκθεση

4. A state of deep mental absorption

  • "She is in a deep study"
    synonym:
  • study

4. Μια κατάσταση βαθιάς ψυχικής απορρόφησης

  • "Είναι σε βαθιά μελέτη"
    συνώνυμο:
  • μελέτη

5. A room used for reading and writing and studying

  • "He knocked lightly on the closed door of the study"
    synonym:
  • study

5. Ένα δωμάτιο που χρησιμοποιείται για την ανάγνωση, τη γραφή και τη μελέτη

  • "Χτύπησε ελαφρά την κλειστή πόρτα της μελέτης"
    συνώνυμο:
  • μελέτη

6. A branch of knowledge

  • "In what discipline is his doctorate?"
  • "Teachers should be well trained in their subject"
  • "Anthropology is the study of human beings"
    synonym:
  • discipline
  • ,
  • subject
  • ,
  • subject area
  • ,
  • subject field
  • ,
  • field
  • ,
  • field of study
  • ,
  • study
  • ,
  • bailiwick

6. Ένας κλάδος της γνώσης

  • "Σε ποια πειθαρχία είναι το διδακτορικό του?"
  • "Οι δάσκαλοι πρέπει να είναι καλά εκπαιδευμένοι στο θέμα τους"
  • "Η ανθρωπολογία είναι η μελέτη των ανθρώπων"
    συνώνυμο:
  • πειθαρχία
  • ,
  • θέμα
  • ,
  • περιοχή θέματος
  • ,
  • πεδίο θέματος
  • ,
  • πεδίο
  • ,
  • πεδίο σπουδών
  • ,
  • μελέτη
  • ,
  • βαλλίστικ

7. Preliminary drawing for later elaboration

  • "He made several studies before starting to paint"
    synonym:
  • sketch
  • ,
  • study

7. Προκαταρκτικό σχέδιο για μεταγενέστερη επεξεργασία

  • "Έκανε αρκετές μελέτες πριν αρχίσει να ζωγραφίζει"
    συνώνυμο:
  • σκίτσο
  • ,
  • μελέτη

8. Attentive consideration and meditation

  • "After much cogitation he rejected the offer"
    synonym:
  • cogitation
  • ,
  • study

8. Προσεκτική εξέταση και διαλογισμός

  • "Μετά από πολλή συμφωνία απέρριψε την προσφορά"
    συνώνυμο:
  • συνειρμός
  • ,
  • μελέτη

9. Someone who memorizes quickly and easily (as the lines for a part in a play)

  • "He is a quick study"
    synonym:
  • study

9. Κάποιος που απομνημονεύει γρήγορα και εύκολα (ζαίνει τις γραμμές για ένα ρόλο σε ένα παιχνίδι)

  • "Είναι μια γρήγορη μελέτη"
    συνώνυμο:
  • μελέτη

10. A composition intended to develop one aspect of the performer's technique

  • "A study in spiccato bowing"
    synonym:
  • study

10. Μια σύνθεση που προορίζεται να αναπτύξει μια πτυχή της τεχνικής του ερμηνευτή

  • "Μια μελέτη στην υποκλοπή σπικατό"
    συνώνυμο:
  • μελέτη

verb

1. Consider in detail and subject to an analysis in order to discover essential features or meaning

  • "Analyze a sonnet by shakespeare"
  • "Analyze the evidence in a criminal trial"
  • "Analyze your real motives"
    synonym:
  • analyze
  • ,
  • analyse
  • ,
  • study
  • ,
  • examine
  • ,
  • canvass
  • ,
  • canvas

1. Εξετάστε λεπτομερώς και υποβάλλεται σε ανάλυση για να ανακαλύψετε βασικά χαρακτηριστικά ή νόημα

  • "Αναλύστε ένα σονέτο από τον σαίξπηρ"
  • "Αναλύστε τα στοιχεία σε μια ποινική δίκη"
  • "Αναλύστε τα πραγματικά σας κίνητρα"
    συνώνυμο:
  • αναλύω
  • ,
  • μελέτη
  • ,
  • εξετάζω
  • ,
  • καμβά
  • ,
  • καμβάς

2. Be a student

  • Follow a course of study
  • Be enrolled at an institute of learning
    synonym:
  • study

2. Γίνομαι μαθητής

  • Ακολουθήστε μια πορεία μελέτης
  • Να εγγραφείτε σε ένα ινστιτούτο μάθησης
    συνώνυμο:
  • μελέτη

3. Give careful consideration to

  • "Consider the possibility of moving"
    synonym:
  • study
  • ,
  • consider

3. Εξετάζω προσεκτικά

  • "Εξετάστε τη δυνατότητα μετακίνησης"
    συνώνυμο:
  • μελέτη
  • ,
  • εξετάζω

4. Be a student of a certain subject

  • "She is reading for the bar exam"
    synonym:
  • learn
  • ,
  • study
  • ,
  • read
  • ,
  • take

4. Γίνετε μαθητής ενός συγκεκριμένου θέματος

  • "Διαβάζει για τις εξετάσεις μπαρ"
    συνώνυμο:
  • μαθαίνω
  • ,
  • μελέτη
  • ,
  • διαβάζω
  • ,
  • παίρνω

5. Learn by reading books

  • "He is studying geology in his room"
  • "I have an exam next week
  • I must hit the books now"
    synonym:
  • study
  • ,
  • hit the books

5. Μάθετε διαβάζοντας βιβλία

  • "Μελετά τη γεωλογία στο δωμάτιό του"
  • "Έχω εξετάσεις την επόμενη εβδομάδα
  • Πρέπει να πετύχω τα βιβλία τώρα"
    συνώνυμο:
  • μελέτη
  • ,
  • χτυπήστε τα βιβλία

6. Think intently and at length, as for spiritual purposes

  • "He is meditating in his study"
    synonym:
  • study
  • ,
  • meditate
  • ,
  • contemplate

6. Σκεφτείτε προσεκτικά και επί μακρόν, όπως για πνευματικούς σκοπούς

  • "Διαλογίζεται στη μελέτη του"
    συνώνυμο:
  • μελέτη
  • ,
  • διαλογίζομαι
  • ,
  • αναλογίζομαι

Examples of using

A new study shows that everything we thought we knew up to now, is wrong.
Μια νέα μελέτη δείχνει ότι όλα όσα νομίζαμε ότι ξέραμε μέχρι τώρα, είναι λάθος.
He didn't go to study because of his disease.
Δεν πήγε να σπουδάσει λόγω της ασθένειάς του.
A study has shown that dairy cattle can increase their milk production by up to three percent after having soothing music played to them for twelve hours per day over a nine-week period.
Μια μελέτη έχει δείξει ότι τα γαλακτοκομικά βοοειδή μπορούν να αυξήσουν την παραγωγή γάλακτος έως και τρία τοις εκατό μετά από δώδεκα ώρες.