Translation meaning & definition of the word "studious" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μελέτη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Studious
[Μελετητικόσ]/studiəs/
adjective
1. Marked by care and effort
- "Made a studious attempt to fix the television set"
- synonym:
- studious
1. Χαρακτηρίζεται από φροντίδα και προσπάθεια
- "Κάναμε μια μελετητική προσπάθεια να διορθώσουμε το τηλεοπτικό σετ"
- συνώνυμο:
- μελετητικόσ
2. Characterized by diligent study and fondness for reading
- "A bookish farmer who always had a book in his pocket"
- "A quiet studious child"
- synonym:
- bookish ,
- studious
2. Χαρακτηρίζεται από επιμελή μελέτη και αγάπη για την ανάγνωση
- "Ένας βιβλιοπώλης που είχε πάντα ένα βιβλίο στην τσέπη του"
- "Ένα ήσυχο μελετητικό παιδί"
- συνώνυμο:
- βιβλιοπωλείο ,
- μελετητικόσ
Examples of using
No other boy in our class is more studious than Jack.
Κανένα άλλο αγόρι στην τάξη μας δεν είναι πιο μελετημένο από τον Τζακ.