Translation meaning & definition of the word "studio" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "στούντιο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Studio
[Στούντιο]/studioʊ/
noun
1. Workplace for the teaching or practice of an art
- "She ran a dance studio"
- "The music department provided studios for their students"
- "You don't need a studio to make a passport photograph"
- synonym:
- studio
1. Χώρος εργασίας για τη διδασκαλία ή την πρακτική μιας τέχνης
- "Έτρεξε ένα στούντιο χορού"
- "Το μουσικό τμήμα παρείχε στούντιο για τους μαθητές τους"
- "Δεν χρειάζεστε ένα στούντιο για να κάνετε μια φωτογραφία διαβατηρίου"
- συνώνυμο:
- στούντιο
2. An apartment with a living space and a bathroom and a small kitchen
- synonym:
- studio apartment ,
- studio
2. Ένα διαμέρισμα με καθιστικό και ένα μπάνιο και μια μικρή κουζίνα
- συνώνυμο:
- διαμέρισμα στούντιο ,
- στούντιο
3. Workplace consisting of a room or building where movies or television shows or radio programs are produced and recorded
- synonym:
- studio
3. Χώρος εργασίας που αποτελείται από ένα δωμάτιο ή ένα κτίριο όπου παράγονται και καταγράφονται ταινίες ή τηλεοπτικές εκπομπές
- συνώνυμο:
- στούντιο
Examples of using
Though I mainly work as a studio musician, I do a little busking to make some extra money.
Αν και εργάζομαι κυρίως ως μουσικός στούντιο, κάνω λίγο πεζοπορία για να βγάλω κάποια επιπλέον χρήματα.